- ὑπογυίως
- ὑπόγυιοςnigh at handadverbialὑπόγυιοςnigh at handmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόγυιος — και ὑπόγυος, ον, ΜΑ 1. πρόχειρος, αυτός που είναι εύκολο να χρησιμοποιηθεί («εἴ τινων ὑπόγυιος ἡ ἀφαίρεσις τῶν καρπῶν», Θεόφρ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπόγυιον πρόσφατα, πριν από λίγο 3. φρ. «ἐξ ὑπογυίου» εκ τών ενόντων, πρόχειρα, χωρίς ιδιαίτερη … Dictionary of Greek